κάκκη
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ἡ, human ordure, Ar.Pax162. κακκῆαι, v. κατακαίω.
German (Pape)
[Seite 1299] ἡ, Kacke, Menschenkoth, Ar. Pax 162.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
excrément, caca.
Étymologie: DELG mot du langage populaire et enfantin ; cf. lat. cacare, irl. caccaim « je fais caca », cacc « merde », arm. k῾akor « fumier », russe kakal', all. kakken.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάκκη -ης, ἡ [κακκάω] kak, poep.
Russian (Dvoretsky)
κάκκη: ἡ нечистоты или кал Arph.
Greek Monolingual
κάκκη, ἡ (Α)
τα περιττώματα του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακκῶ, υποχωρητικά].
Greek Monotonic
κάκκη: ἡ, ακαθαρσία, κόπρος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κάκκη: ἡ, «κακκά», ἀνθρωπίνη κόπρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 162.