κοσμητήρ

From LSJ
Revision as of 16:48, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμητήρ Medium diacritics: κοσμητήρ Low diacritics: κοσμητήρ Capitals: ΚΟΣΜΗΤΗΡ
Transliteration A: kosmētḗr Transliteration B: kosmētēr Transliteration C: kosmitir Beta Code: kosmhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A = κοσμητής, Epigr. ap. Aeschin.3.185. II at Itanos, title of eponymous magistrate, SIG463.15 (iii B. C.), Supp.Epigr.2.512.22.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui arrange, dispose ou dirige.
Étymologie: κοσμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμητήρ -ῆρος, ὁ [κοσμητής] aanvoerder.

Russian (Dvoretsky)

κοσμητήρ: ῆρος ὁ Plut. = κοσμητής.

Greek Monolingual

κοσμητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. κοσμήτειρα (Α) κοσμώ
1. αυτός που διευθύνει, αρχηγός
2. (στον Ίτανο) τίτλος επώνυμου άρχοντα
3. φρ. «κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος» — τίτλος γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο.

Greek Monotonic

κοσμητήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Επιγρ. παρά Αισχίν., σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ κοσμητής, Ἐπίγραμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 22, Πλουτ. Κίμ. 7.

Middle Liddell

κοσμητήρ, ῆρος, = κοσμητής, Epigr. ap. Aeschin., Plut.]

German (Pape)

ῆρος, ὁ, = κοσμητής, der Ordner; μάχης p. bei Aesch. 3.185; πόληος Maneth. 1.105. Auch Plut. Cim. 7.