παραψυχή

From LSJ
Revision as of 21:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραψῠχή Medium diacritics: παραψυχή Low diacritics: παραψυχή Capitals: ΠΑΡΑΨΥΧΗ
Transliteration A: parapsychḗ Transliteration B: parapsychē Transliteration C: parapsychi Beta Code: parayuxh/

English (LSJ)

ἡ, cooling, refreshment, consolation, ἀντὶ πολλῶν E.Hec.280; ἀλγέων π. Id.Or.62; π. βίου Is.2.13; π. κινδύνων Aristid.Or.44(17).12; χαλεπῶν Iamb.Protr.20; π. τῷ πένθει D.60.32: in plural, παραψυχὰς… φροντίδων ἀνεύρετο ταύτας Timocl.6.4.

German (Pape)

[Seite 509] ἡ, Kühlung, Erquickung, Trost; Eur. Hec. 280; ἔχει τιν' ἀλγέων παραψυχήν, Or. 62; φροντίδων, Timocl. bei Ath. VI, 223 b; βίου, Isae. 2, 13; Dem. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
rafraîchissement ; fig. adoucissement, consolation.
Étymologie: παραψύχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραψυχή -ῆς, ἡ [παραψύχω] troost.

Russian (Dvoretsky)

παραψῠχή: ἡ досл. охлаждение, перен. утешение, облегчение, утоление, успокоение (ἀλγέων Eur.; βίου Isae.; τῷ πένθει Dem.).

Greek Monolingual

και, επιγρ., παραψυχίη, ἡ, ΜΑ
παρηγοριά, παραμυθία (α. «παραψυχὴν τοῦ πάθους ζητῶν», Γεωπον.
β. «ἔχε δή τιν' ἀλγέων παραψυχήν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ-ε-ψύχ-ην, αόρ. β' του παραψύχω (πρβλ. ανα-ψυχή, κατα-ψυχή)].

Greek Monotonic

παραψῠχή: ἡ, αναψυχή, αναζωογόνηση, παραμυθία, σε Ευρ.· ἀλγέων παραψυχή, στον ίδ.· παραψυχὴ τῷ πένθει, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

παραψῡχή: ἡ, ἀναψυχή, ἀνάψυξις, παραμυθία, ἡ δ᾿ ἀντὶ πολλῶν ἐστί μοι παραψυχὴ Εὐρ. Ἑκ. 280· μετὰ γεν., ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 62 (ἔνθα ἴδε Πόρσ.)· π. βίου Ἰσαῖ. 19. 17· π. τῷ πένθει Δημ. 1399. 18· ἐν τῷ πληθ., παραψυχὰς ... φροντίδων ἀνεύρατο ταύτας Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιάζουσαις» 1. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παραψυχή· παραμυθία».

Middle Liddell

παραψῠχή, ἡ,
cooling, refreshment, consolation, Eur.; ἀλγέων π. Eur.; π. τῷ πένθει Dem. [from παραψύ¯χω]

English (Woodhouse)

alleviation, consolation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)