πρόσπλατος
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
ον, (προσπίλναμαι) approachable, ξένοις A.Pr.716 (Elmsl. for πρόσπλαστοι).
French (Bailly abrégé)
c. πρόσπλαστος.
Étymologie: πρός, πελάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσπλατος -ον [προσπίλναμαι] benaderbaar.
Greek Monolingual
-ον, Α προσπελάζω
ευπρόσιτος, προσιτός.
Greek Monotonic
πρόσπλᾱτος: -ον (προσπλάζω), προσιτός, προσεγγίσιμος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσπλᾱτος: -ον, (προσπλάζω) προσιτός, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 716· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσι πρόσπλαστοι, ἀλλ’ ἴδε Δινδ.
Middle Liddell
πρόσ-πλᾱτος, ον, προσπλάζω
approachable, Aesch.