συγχωρητέος

From LSJ
Revision as of 18:02, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχωρητέος Medium diacritics: συγχωρητέος Low diacritics: συγχωρητέος Capitals: ΣΥΓΧΩΡΗΤΕΟΣ
Transliteration A: synchōrētéos Transliteration B: synchōrēteos Transliteration C: sygchoriteos Beta Code: sugxwrhte/os

English (LSJ)

α, ον, A to be conceded, Luc.Herm.74. 2 neut. συγχωρητέον, one must concede, Pl.Phdr.234e, etc.: so in plural συγχωρητέα, S.OC1426, Pl.Lg. 895a, etc.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de συγχωρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγχωρητέος -α -ον, adj. verb. van συγχωρέω wat toegegeven moet worden; n. onpers. συγχωρητέον en plur. συγχωρητέα er moet toegegeven worden.

Greek Monotonic

συγχωρητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του συγχωρῶ·
1. αυτός που πρέπει να επιτρέψει κάποιος, σε Λουκ.
2. ουδ. συγχωρητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να επιτρέψει, να συγχωρήσει, σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. συγχωρητέα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συγχωρητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει νὰ ἐπιτρέψῃ τις, εἴπερ δεκτέα καὶ εἰ συγχωρητέα Λουκ. Ἑρμότ. 74. 2) οὐδ., συγχωρητέον, δεῖ συγχωρεῖν, παραχωρεῖν, Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε κτλ.· οὕτως ἐν τῷ πληθ. συγχωρητέα, Σοφ. Ο. Κ. 1426, Πλάτ. Νόμ. 895Α, κτλ.

Middle Liddell

συγχωρητέος, η, ον, verb. adj. of συγχωρέω
1. to be conceded, Luc.
2. neut., συγχωρητέον one must concede, Plat.: so in plural συγχωρητέα, Soph.