μίμησις

From LSJ
Revision as of 20:14, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑ́μησις Medium diacritics: μίμησις Low diacritics: μίμησις Capitals: ΜΙΜΗΣΙΣ
Transliteration A: mímēsis Transliteration B: mimēsis Transliteration C: mimisis Beta Code: mi/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,
A imitation, Ar.Th.156, Th.1.95, Pl.Grg. 511a, etc.; κατὰ σὴν μίμησιν = to imitate you, Ar.Ra.109; reproduction of a model, Dionys. ap. Syrian.in Hermog.1.3 R.
II representation by means of art, Pl.Sph.265b, R.598b, al.; especially of dramatic poetry, Arist.Po.1447a22, al.
2 representation, portrait, πυγμαίου ἀνδρὸς μ. Hdt.3.37, cf. Hp.Vict.1.21.

German (Pape)

[Seite 186] ἡ, das Nachahmen, die Nachahmung; Ar. Th. 156; Thuc. 1, 95; öfter bei Plat., καὶ ἀπεικασία, Critia. 107 b; Folgde, wie Luc. u. Plut., oft.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 imitation;
2 représentation, image, portrait;
3 représentation théâtrale.
Étymologie: μιμέομαι.

Russian (Dvoretsky)

μίμησις: εως (μῑ) ἡ
1 подражание, воспроизведение, подобие (τυραννίδος Thuc.): κατὰ σὴν μίμησιν Arph. в подражание тебе; ἡ μ. ποίησίς τίς ἐστιν Plat. подражание есть вид творчества;
2 изображение (πυγμαίου ἀνδρός Her.).

Greek (Liddell-Scott)

μίμησις: [ῑ], ἡ, τὸ μιμεῖσθαι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 156, Θουκ. 1. 95, Πλάτ., κτλ.· κατὰ σὴν μ., διὰ νὰ σὲ μιμηθῶ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 109. ΙΙ. ἡ διὰ τῆς τέχνης παράστασις, Πλάτ. Σοφ. 265Α, Πολ. 394Β, κ. ἀλλ.: περὶ τῆς δραματικῆς ποιήσεως ὡς τέχνης μιμητικῆς, ἴδε Ἀριστ. Ποιητ. 1, 2., 3, 3., 6, 7. 2) παράστασις, εἰκών, ὁμοίωμα, πυγμαίου ἀνδρὸς μ. Ἡρόδ. 3. 37.

Greek Monotonic

μίμησις: [ῑ], ἡ,
I. αντιγραφή, απομίμηση, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· κατὰ σὴν μίμησιν, σε μιμούμαι, σε Αριστοφ.
II. αναπαράσταση με τα μέσα της τέχνης, σε Πλάτ.· αναπαράσταση, εξεικόνιση, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

μῑ́μησις, ιος, ἡ, [from μιμέομαι
I. imitation, Thuc., Plat., etc.; κατὰ σὴν μ. to imitate you, Ar.
II. representation by means of art, Plat.: a representation, portrait, Hdt.

English (Woodhouse)

imitation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)