διάρριψις
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
εως, ἡ, scattering, X.An.5.8.7, Thphr.HP6.3.4.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de arrojar a un lado y otro, dispersión de unos equipajes, X.An.5.8.7, de las semillas, Thphr.HP 6.3.4, c. gen. τῶν ἱερῶν Plu.Lys.27, ἀνθρωπείων ὀστῶν I.AI 18.30, ret. del estilo, Demetr.Eloc.68.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dispersion.
Étymologie: διαρρίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάρριψις -εως, ἡ [διαρρίπτω] het verstrooien, het alle kanten uit gooien.
Russian (Dvoretsky)
διάρριψις: εως ἡ разбрасывание, раскидывание (sc. τῶν σκευῶν Xen.; τῶν ἱερῶν Plut.).
Greek Monotonic
διάρριψις: -εως, ἡ, διασκορπισμός, διάχυση, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
διάρριψις: -εως, ἡ, διασκορπισμός, διασκόρπισις, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 7, Θεόφρ. Ι. Φ. 6. 3, 4.
Middle Liddell
διάρριψις, εως n [from διαρρίπτω
a scattering, Xen.
German (Pape)
ἡ, das Auseinanderwerfen; σκευῶν Xen. An. 5.8.7; τῶν ἱερῶν Plut. Lys. 27.