σκληρόδερμος

From LSJ
Revision as of 15:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρόδερμος Medium diacritics: σκληρόδερμος Low diacritics: σκληρόδερμος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: sklēródermos Transliteration B: sklērodermos Transliteration C: sklirodermos Beta Code: sklhro/dermos

English (LSJ)

ον, with hard skin, Arist.HA558a4, al.: τὰ σ. crustacea, ib.490a2, PA657b30, al.

German (Pape)

[Seite 900] mit hartem Felle, harter Haut, Arist. H. A. 1, 5. 5, 33.

Russian (Dvoretsky)

σκληρόδερμος: покрытый жесткой оболочкой (ὀφθαλμοί Arst.): τὰ σκληρόδερμα (sc. ζῷα) Arst. жесткокожие.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόδερμος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 33, 2, κ. ἀλλ.· τὰ σκληρόδερμα, τὰ μαλακόστρακα, ὡς ὁ κάραβος, αὐτόθι 1. 5, 10, π. Ζ. Μορ. 2. 13, 2, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκληρόδερμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει σκληρό δέρμα («ἡ μὲν οὖν χελώνη τίκτει ᾠὰ σκληρόδερμα καὶ δίχροα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. αναίσθητος, ανάλγητος, χοντρόπετσος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκληρόδερμα
τα μαλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ-δερμος].