χάλκινος

From LSJ
Revision as of 15:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλκινος Medium diacritics: χάλκινος Low diacritics: χάλκινος Capitals: ΧΑΛΚΙΝΟΣ
Transliteration A: chálkinos Transliteration B: chalkinos Transliteration C: chalkinos Beta Code: xa/lkinos

English (LSJ)

η, ον, A of bronze, νόμισμα OGI339.44 (Sestos, ii B. C.); διάδημα Ostr.Bodl. i 262 (ii B. C.); χαλκίνη (sc. δραχμή) PLond.2.380 (ii/iii A. D.). II concerning or in bronze coin, λόγος PTeb.119.51 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

χάλκινος: -η, -ον, χαλκοῦς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 757.

Greek Monolingual

-η, -ο / χάλκινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από χαλκό (α. «χάλκινα σκεύη» β. «νομίσματι χαλκίνωι», επιγρ.)
νεοελλ.
φρ. «χάλκινα όργανα» ή, απλώς, «τα χάλκινα»
μουσ. είδος αερόφωνων πνευστών, ορειχάλκινων κυρίως, οργάνων, τών οποίων ο ήχος παράγεται με τη δόνηση τών χειλιών και τα οποία διακρίνονται σε σάλπιγγες και κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].