διπόταμος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
ον, between two rivers, πόλις E.Supp.621 (lyr.).
Spanish (DGE)
(δῐπόταμος) -ον que tiene dos ríos πόλις E.Supp.621.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
baigné par deux fleuves.
Étymologie: δίς, ποταμός.
Russian (Dvoretsky)
διπότᾰμος: двуречный, омываемый двумя реками (πόλις Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐπότᾰμος: -ον, ὁ μεταξὺ δύο ποταμῶν, πόλις Εὐρ. Ἱκέτ. 621· πρβλ. διθάλασσος.
Greek Monotonic
δῐπότᾰμος: -ον, αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών, σε Ευρ.
Middle Liddell
δῐ-πότᾰμος, ον adj
between two rivers, Eur.