νηριτοτρόφος

From LSJ
Revision as of 17:08, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηρῑτοτρόφος Medium diacritics: νηριτοτρόφος Low diacritics: νηριτοτρόφος Capitals: ΝΗΡΙΤΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: nēritotróphos Transliteration B: nēritotrophos Transliteration C: niritotrofos Beta Code: nhritotro/fos

English (LSJ)

ον, (νηρίτης) breeding sea-snails, νῆσοι A.Fr.285.

Russian (Dvoretsky)

νηρῑτοτρόφος: вскармливающий ракушки, т. е. богатый раковинами (νῆσοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νηρῑτοτρόφος: -ον, (νηρίτης) ὁ τρέφων κόγχας, κογχύλια, νῆσοι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 438.

Greek Monolingual

νηριτοτρόφος, -ον (Α)
(για νησιά) αυτός που παράγει κοχύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηρίτης «κοχύλι» + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μελισσο-τρόφος].

German (Pape)

Meerschneckenernährend, Aesch. frg. 139, bei Ath. III.86b; s. auch ἀναριτοτρόφος.