συνεξοκέλλω

From LSJ
Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξοκέλλω Medium diacritics: συνεξοκέλλω Low diacritics: συνεξοκέλλω Capitals: ΣΥΝΕΞΟΚΕΛΛΩ
Transliteration A: synexokéllō Transliteration B: synexokellō Transliteration C: syneksokello Beta Code: sunecoke/llw

English (LSJ)

intr., run aground together, c. dat., App.BC5.121: metaph., Plu.2.985c.

French (Bailly abrégé)

se laisser détourner en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξοκέλλω.

Russian (Dvoretsky)

συνεξοκέλλω: одновременно поворачивать, уклоняться (εἴς τινα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεξοκέλλω: ἀμεταβ., ἐξοκέλλω ὁμοῦ, μεταφ., πορρωτέρω τοῦ πιθανοῦ συνεξοκείλας εἰς τὸν Ὀδυσσέα Πλούτ. 2. 985C.

Greek Monolingual

Α
1. πέφτω στην ξηρά μαζί ή ταυτοχρόνως
2. μτφ. παρεκτρέπομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξοκέλλω «πέφτω στην ξηρά»].

German (Pape)

mit od. zugleich heraustreiben, Plut. Sol. an. 36.