συρράσσω
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
Att. συρράττω, dash together, fight with, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Th.8.96; ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις X.HG4.3.19, cf. 7.5.16; σ. εἰς τὴν μάχην D.S.16.4; of ships, Id.20.51; of rivers, meet with a roar, Id.17.97; τοῦ κουφοτάτου καὶ βαρυτάτου . . συρραξάντων διαμάχη Ph.2.513.
French (Bailly abrégé)
en venir aux mains, se heurter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ῥάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συρράσσω, Att. ook συρράττω [σύν, ῥάσσω] aor. συνέρραξα; fut. ξυρράξω Thuc. 8.96.2, (op elkaar) botsen, slaags raken (met); met dat.: τοῖς Θηβαίοις met de Thebanen Xen. Hell. 4.3.19.
Russian (Dvoretsky)
συρράσσω: атт. συρράττω сталкиваться, сшибаться (τινί Thuc., Xen.): σ. εἰς τὴν μάχην Diod. вступать в бой.
Greek (Liddell-Scott)
συρράσσω: Ἀττ. -ττω, = συρρήγνυμι ΙΙ, (πρβλ. σύρραγμα), συγκρούομαι, μάχομαι πρός τινα, Λατ. confligere cum aliquo, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Θουκ. 8. 96· ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, πρβλ. 7. 5, 16· σ. εἰς τὴν μάχην Διόδ. 16. 4· ἐπὶ πλοίων, αὐτόθι 20. 51· ἐπὶ ποταμῶν, ὧν τὰ ὕδατα μετὰ πατάγου ἑνοῦνται, αὐτόθι 17. 97.
Greek Monolingual
και συρρήσσω και αττ. τ. συρράττω Α
1. συγκρούομαι, συμπλέκομαι με κάποιον
2. (για ποταμούς) συναντιέμαι με πάταγο («μεγάλων... ῥείθρων εἰς ἕνα τόπον συρραττόντων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ῥάσσω / ῥήσσω «χτυπώ»].
Greek Monotonic
συρράσσω: Αττ. -ττω = συρρήγνυμι II, συγκρούομαι, εμπλέκομαι σε μάχη με άλλους, με δοτ., σε Θουκ., Ξεν.
German (Pape)
att. συρράττω, = συρρήσσω, συρρήγνυμι, bes. feindlich zusammentreffen, τινί; Thuc. 8.96 (vgl. συρρήγνυμι); ἐξὸν αὐτῷ χειροῦσθαι τοὺς ὄπισθεν, οὐκ ἐποίησε τοῦτο, ἀλλ' ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις, Xen. Hell. 4.3.19; vgl. 7.5.16; συνέρραξαν εἰς τὴν μάχην, DS. 16.4; συρράξαντες ἐμάχοντο, Dion.Hal. 5.38.