ἐγκαταρράπτω
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
(poet. aor. -εραψα Orph.H.48.3), sew in, Aen. Tact.31.4:—Pass., X.Cyn.6.1.
Spanish (DGE)
1 coser dentro un mensaje en la suela del zapato, Aen.Tact.31.4 (bis), c. dat. Διόνυσον ... μηρῷ Orph.H.48.3, en v. pas. ἐγκατερραμέναι δὲ ἐγκεντρίδες X.Cyn.6.1, (τῶν ... ἱππέων) ἑνὶ ἐγκατερράφη ... βυβλίον de un mensaje secreto, Aen.Tact.31.8.
2 encerrar bajo costuras en v. pas. ἐγκατερραμμένον ἤγαγεν ref. una pers. bajo la capota de un carruaje, Polyaen.7.16.1.
French (Bailly abrégé)
enfermer et coudre dans.
Étymologie: ἐν, καταρράπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταρράπτω: вшивать, зашивать внутрь (ἐγκατερραμμέναι ἐγκεντρίδες Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταρράπτω: μέλλ. -ψω, καταρράπτω ἐντός, Ξεν. Κυν. 6. 1.
Greek Monolingual
ἐγκαταρράπτω (Α)
ράβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο.
Greek Monotonic
ἐγκαταρράπτω: μέλ. -ψω, ράβω, προσθέτω κομμάτι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ψω
to sew in, Xen.