ὑπεράφανος

From LSJ
Revision as of 17:01, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερᾱ́φᾰνος Medium diacritics: ὑπεράφανος Low diacritics: υπεράφανος Capitals: ΥΠΕΡΑΦΑΝΟΣ
Transliteration A: hyperáphanos Transliteration B: hyperaphanos Transliteration C: yperafanos Beta Code: u(pera/fanos

English (LSJ)

ον, Dor. for ὑπερήφανος (q.v.).

Russian (Dvoretsky)

ὑπεράφᾰνος: (ᾱφ) дор. Pind. = ὑπερήφανος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ὑπερήφανος, Πίνδ.

English (Slater)

ὑπερᾱφᾰνος arrogant εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον (P. 2.28)

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. υπερήφανος.

Greek Monotonic

ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. αντί του ὑπερ-ήφανος.

Middle Liddell

ὑπερ-άφανος, ον, [doric for ὑπερήφανος.]

German (Pape)

dor. = ὑπερήφανος.