τολμητός

From LSJ
Revision as of 22:35, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολμητός Medium diacritics: τολμητός Low diacritics: τολμητός Capitals: ΤΟΛΜΗΤΟΣ
Transliteration A: tolmētós Transliteration B: tolmētos Transliteration C: tolmitos Beta Code: tolmhto/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν E.Hel. 816:—ventured, to be ventured, πὰν τόλμᾱτον Sapph.2.17; ἔστ' ἐκείνῳ πάντα . . τολμητά within the compass of his daring, S.Ph.634, cf. Cratin.324b; ἐλπὶς τ. E. l. c.

German (Pape)

[Seite 1126] adj. verb. von τολμάω, gewagt, erfrecht, zu wagen; Sappho; ἀλλ' ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα δὲ τολμητά, Soph. Phil. 630; Eur. Hel. 822.

French (Bailly abrégé)

ή ou poét. ός, όν :
qu’on peut ou qu'il faut oser.
Étymologie: adj. verb. de τολμάω.

Russian (Dvoretsky)

τολμητός: дор. τολμᾱτός 3 и 2 [adj. verb. к τολμάω отважно предпринимаемый (предпринятый): ἐλπὶς τολμητός Eur. надежда, состоящая в отваге; ἐκείνῳ πάντα τολμητά ἐστιν Soph. он способен (отважиться) на все.

Greek (Liddell-Scott)

τολμητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τολμάω, ὃν δύναταί τις νὰ τολμήσῃ, πᾶν τολμᾱτὸν Σαπφὼ 2. 17 (ἀμφίβ.)· ἔστ’ ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα τολμητὰ Σοφ. Φιλ. 634· οὕτως, ἐλπὶς τ. Εὐρ. Ἑλ. 816.

Greek Monolingual

-ή, -όν, θηλ. και τολμητός, Α τολμῶ
τολμηρός.

Greek Monotonic

τολμητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τολμάω, αυτός που μπορεί κάποιος να τον τολμήσει· ἔστ'ἐκείνῳ πάντα τολμητά, όλα τα πράγματα είναι μέσα στα όρια της τόλμης του, σε Σοφ.· ἐλπὶς τολμητή, σε Ευρ.

Middle Liddell

τολμητός, ή, όν verb. adj. of τολμάω
to be ventured; ἔστ' ἐκείνῳ πάντα τολμητά all things are within the compass of his daring, Soph.; ἐλπὶς τ. Eur.