ἐνθλάω
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
Ion. ἐμφλάω, indent by pressure, Hp.Int.44, Aristid.Or.47(23).13; impress (on coin), σημεῖον Ael.NA6.15.
Spanish (DGE)
I 1aplastar τῷ δ' Ἑλένη μέσον ὁλκὸν ἐνέθλασε a ella (la víbora) Helena le aplastó el cuerpo por la mitad Nic.Th.316.
2 imprimir, acuñar σημεῖον Ael.NA 6.15.
II medic.
1 producir una depresión o hundimiento, dejar hundido en la piel al hacer una prueba ἢν τῷ δακτύλῳ ... πιέζῃς, ἐνθλάσεις Hp.Int.44.
2 producir una contusión o magulladura ὑπὸ δὲ τὸ γόνυ τὸ δεξιόν Aristid.Or.47.13; cf. ἐμφλάομαι.
German (Pape)
[Seite 842] (s. θλάω), einquetschen, hineindrücken, Theophr. u. Sp.; hineinprägen, Ael. H. A. 6, 15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
enfoncer dans, graver dans ou sur.
Étymologie: ἐν, θλάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθλάω: Ἰων. ἐμφλάω: μέλλ. -άσω ᾰ, θλῶ τι ἐντὸς διὰ πιέσεως, Ἱππ. 556. 23· διὰ πιέσεως ὠθῶ, ἐλαύνω, ἐμπήγω, λίθον εἰς τὸ δένδρον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2. 4· ἐγχαράττω (ἐπὶ νομίσματος), καὶ νόμισμα δὲ ἀργύρου καὶ χαλκοῦ εἰργάσαντο (οἱ Ἰασεῖς) καὶ ἐνέθλασαν σημεῖον τὸ ἀμφοῖν πάθος Αἰλ. π. Ζ. 6. 15.