προσκερδαίνω

From LSJ
Revision as of 15:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκερδαίνω Medium diacritics: προσκερδαίνω Low diacritics: προσκερδαίνω Capitals: ΠΡΟΣΚΕΡΔΑΙΝΩ
Transliteration A: proskerdaínō Transliteration B: proskerdainō Transliteration C: proskerdaino Beta Code: proskerdai/nw

English (LSJ)

aor. προσεκέρδᾱνα Plb.31.28.12, Aen.Gaz.Thphr. p.35 B.: pf. -κεκέρδηκα D.56.30:—gain in addition, D.l.c.; ὑγίειαν Plb. l.c.

German (Pape)

[Seite 769] (s. κερδαίνω), noch dazu gewinnen, προσκεκερδήκασι, Dem. 56, 30, wo προσκεκερδάγκασι gelesen wurde; προσεκέρδανε τὴν ὑγιείαν, Pol. 32, 14, 12; Sp.

French (Bailly abrégé)

gagner en outre.
Étymologie: πρός, κερδαίνω.

Russian (Dvoretsky)

προσκερδαίνω: сверх того приобретать (τι Dem., Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προσκερδαίνω: κερδαίνω προσέτι, Δημ. 1292, 6, Πολύβ. 32. 14, 12.

Greek Monolingual

Α κερδαίνω
κερδίζω επί πλέον ή είμαι κερδισμένος με το παραπάνω (α. «ὥστ' ἐκεῖνοι μὲν οἱ δανεισταὶ προσκεκερδήκασι καὶ οὐκ ἀφείκασι τούτοις οὐδέν», Δημοσθ.
β. «πολλῶν δὲ καὶ ποικίλων ἡδονῶν ἀποσχόμενος προσεκέρδανε τὴν σωματικὴν ὑγίειαν καὶ τὴν εὐεξίαν», Πολ.).

Greek Monotonic

προσκερδαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, κερδίζω ακόμη περισσότερο, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to gain besides, Dem.