συναποφαίνομαι
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
German (Pape)
[Seite 1003] (s. φαίνω), mit od. zugleich seine Meinung sagen, συναποφηναμένου κἀμοῦ τι τοιοῦτον, Aesch. 2, 42; mit beistimmen, Pol. 4, 31, 5; Strab. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
être d'accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀποφαίνομαι.
Greek Monotonic
συναποφαίνομαι: μέλ. -φᾰνοῦμαι, Μέσ., αποφαίνομαι, γνωματεύω ομοίως ή από κοινού, συμφωνώ με όσα βεβαιώνει κάποιος, σε Ισοκρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
συναποφαίνομαι:
1 равным образом высказывать (τι Aeschin.);
2 подтверждать, соглашаться (Isocr.; περί τινος Plut.): σ. τινι ἄγειν τὴν ἡσυχίαν Polyb. быть единодушным с кем-л. в вопросе сохранения мира.
Middle Liddell
fut. -φᾰνοῦμαι
Mid. to assert likewise or together, to agree in asserting, Isocr., etc.