κρεκάδια
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ων, τά, a kind of tapestry, Ar.V.1215.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
tentures.
Étymologie: κρέκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεκάδια -ων, τά [κρέκω] gordijnen.
German (Pape)
τά, festgeschlagenes Gewebe, dichte, feste Decken; αὐλῆς, Ar. Vesp. 1215, Tapeten. – Es ist kein dim.
Russian (Dvoretsky)
κρεκάδια: (κᾰ) τά обивка или ковры (αὐλῆς Arph.).
Greek Monolingual
κρεκάδια, τὰ (Α)
στερεά και πυκνά υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπάνιο παρ. του κρέκω (πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κρεκάς, -άδος) με την υποκορ. κατάλ. (-άδ)-ιον].
Greek Monotonic
κρεκάδια: -ων, τά (κρέκω), είδος τάπητα, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κρεκάδια: -ων, τὰ, ἱστουργήματα, παραπετάσματα, κρεκάδια αὐλῆς, τάπητες, Ἀριστοφ. Σφ. 1215.