Λοκρικός
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
v. sub Λοκροί.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Locride.
Étymologie: Λοκρός.
Russian (Dvoretsky)
Λοκρικός: локридский, локрский Plut.