μελάγχολος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον, dipped in black bile, ἰοί S.Tr.573.
German (Pape)
[Seite 118] mit schwarzer Galle bestrichen, ἰοί, Soph. Trach. 570.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enduit d'un fiel noir.
Étymologie: μέλας, χολή.
Russian (Dvoretsky)
μελάγχολος: омоченный в черной желчи (ἰοί Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
μελάγχολος: -ον, (χολὴ) ὁ εἰς μέλαιναν χολὴν βεβαπτισμένος, «βουτημένος», ἰοὶ Σοφ. Τρ. 573.
Greek Monolingual
μελάγχολος, -ον (Α)
(για βέλη εμβαπτισμένα σε μαύρη χολή) φαρμακερός, δηλητηριώδης («μελαγχόλους ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χολή (πρβλ. πικρό-χολος)].
Greek Monotonic
μελάγχολος: -ον (χολή), βουτηγμένος σε μαύρη χολή, σε Σοφ.