πάγκλαυτος
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
v. πάγκλαυστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait lamentable.
Étymologie: πᾶς, κλαίω.
German (Pape)
= πάγκλαυστος.
Russian (Dvoretsky)
πάγκλαυτος: Aesch. = πάγκλαυστος.
English (Woodhouse)
(see also: πάγκλαυστος) distressing, lamentable