πολυβαφής

From LSJ
Revision as of 15:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβᾰφής Medium diacritics: πολυβαφής Low diacritics: πολυβαφής Capitals: ΠΟΛΥΒΑΦΗΣ
Transliteration A: polybaphḗs Transliteration B: polybaphēs Transliteration C: polyvafis Beta Code: polubafh/s

English (LSJ)

ές, much-dipped, of drowned men, A.Pers.275 (lyr.), but v. ἁλιβαφής.

German (Pape)

[Seite 660] ές, vielfach untergetaucht, ἁλίδονα σώματα, Aesch. Pers. 275.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plusieurs fois submergé.
Étymologie: πολύς, βάπτω.

Russian (Dvoretsky)

πολυβαφής: глубоко погрузившийся (в море), затонувший (σώματα, v.l. μέλεα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυβᾰφής: -ές, ὁ πολλάκις βυθισθεὶς εἰς τὸ ὕδωρ, ἐπὶ ἀνθρώπων πνιγέντων ἐν ὕδατι, ἀλλ’ ἴδε ἁλιβαφής.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για πτώματα πνιγμένων) αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο νερόφίλων ἀλίδονα μέλεα πολυβαφῆ κατθανόντα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βαφής (< βάπτω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. αλι-βαφής].

Greek Monotonic

πολυβᾰφής: -ές (βάπτω), αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο νερό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πολυ-βᾰφής, ές βάπτω
much-dipped, Aesch.