πολύπλευρος

From LSJ
Revision as of 15:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπλευρος Medium diacritics: πολύπλευρος Low diacritics: πολύπλευρος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: polýpleuros Transliteration B: polypleuros Transliteration C: polyplevros Beta Code: polu/pleuros

English (LSJ)

ον, A many-sided, Plu.2.966e, Plot.6. 3.14. 2 -πλευρον, τό, = ἀρνόγλωσσον, Dsc.2.126 (v.l. πολύνευρον).

German (Pape)

[Seite 668] vielseitig, Plut. de sol. anim. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à plusieurs côtés.
Étymologie: πολύς, πλευρά.

Russian (Dvoretsky)

πολύπλευρος: многосторонний, многогранный (ἔργον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύπλευρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς πλευράς, Πλούτ. 2. 966Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύπλευρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο σχήμα»)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο ζήτημα» β. «πολύπλευρη προσφορά»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύπλευρον
το φυτό αρνόγλωσσον.
επίρρ...
πολύπλευρα Ν
από πολλές πλευρές, από πολλές απόψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό-πλευρος].