σιμβλήϊος

From LSJ
Revision as of 17:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιμβλήϊος Medium diacritics: σιμβλήϊος Low diacritics: σιμβλήϊος Capitals: ΣΙΜΒΛΗΪΟΣ
Transliteration A: simblḗïos Transliteration B: simblēios Transliteration C: simvliios Beta Code: simblh/i+os

English (LSJ)

η, ον, of or from the hive, σ. ἔργα μελισσέων honey, A.R.3.1036:— pecul. fem. σιμβληΐς, ΐδος, πέτρη σ. a hole in a rock used by bees as a hive, Id.1.880; also σιμβληΐδες μέλισσαι AP9.226 (Zon):—written σιμβλίδες in Hsch. (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 882] p. = σίμβλιος, dah. σιμβλήϊα ἔργα, Honig, Ap. Rh. 3, 1036.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de ruche.
Étymologie: σίμβλος.

Greek Monolingual

-ηΐη, -ον, θηλ. και ποιητ. τ. σιμβληΐς, Α
αυτός που γίνεται μέσα στον σίμβλο, στην κυψέλη («σιμβλήϊα ἔργα μελισσίων» — το μέλι, Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίμβλος «κυψέλη» + επίθημα -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].

Greek Monotonic

σιμβλήϊος: -η, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την κυψέλη των μελισσών· θηλ. σιμβληίς, -ίδος, σε Ανθ.