χρυσεοσάνδαλος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον, with sandals of gold, ἴχνος χ. the step of golden sandals, E. l. c., IA1042 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1379] mit goldenen Sohlen, ἴχνος, Eur. Or. 1468 I. A. 1042.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux sandales d'or.
Étymologie: χρυσός, σάνδαλον.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεοσάνδᾰλος: с золотыми сандалиями: ποδὶ τὸ χρυσεοσάνδαλον ἴχνος φέρειν Eur. бегать в золотых сандалиях.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεοσάνδᾰλος: -ον, ὁ ἔχων σανδάλια ἐκ χρυσοῦ, ἴχνος χρ. Εὐρ. Ὀρ. 1468, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1042.
Greek Monolingual
και χρυσεοσάμβαλος, -ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χρυσοσάνδαλος.
Greek Monotonic
χρῡσεοσάνδᾰλος: -ον, αυτός που έχει χρυσά σανδάλια, σε Ευρ.
Middle Liddell
χρῡσεο-σάνδᾰλος, ον,
with sandals of gold, Eur.