χρυσεοσάνδαλος

From LSJ
Revision as of 17:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεοσάνδᾰλος Medium diacritics: χρυσεοσάνδαλος Low diacritics: χρυσεοσάνδαλος Capitals: ΧΡΥΣΕΟΣΑΝΔΑΛΟΣ
Transliteration A: chryseosándalos Transliteration B: chryseosandalos Transliteration C: chryseosandalos Beta Code: xruseosa/ndalos

English (LSJ)

ον, with sandals of gold, ἴχνος χ. the step of golden sandals, E. l. c., IA1042 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1379] mit goldenen Sohlen, ἴχνος, Eur. Or. 1468 I. A. 1042.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux sandales d'or.
Étymologie: χρυσός, σάνδαλον.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεοσάνδᾰλος: с золотыми сандалиями: ποδὶ τὸ χρυσεοσάνδαλον ἴχνος φέρειν Eur. бегать в золотых сандалиях.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεοσάνδᾰλος: -ον, ὁ ἔχων σανδάλια ἐκ χρυσοῦ, ἴχνος χρ. Εὐρ. Ὀρ. 1468, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1042.

Greek Monolingual

και χρυσεοσάμβαλος, -ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χρυσοσάνδαλος.

Greek Monotonic

χρῡσεοσάνδᾰλος: -ον, αυτός που έχει χρυσά σανδάλια, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσεο-σάνδᾰλος, ον,
with sandals of gold, Eur.