ἀναισίμωμα

From LSJ
Revision as of 17:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναισίμωμα Medium diacritics: ἀναισίμωμα Low diacritics: αναισίμωμα Capitals: ΑΝΑΙΣΙΜΩΜΑ
Transliteration A: anaisímōma Transliteration B: anaisimōma Transliteration C: anaisimoma Beta Code: a)naisi/mwma

English (LSJ)

ατος, τό, = Att. δαπάνη, that which is used up, τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ the war-expenses, Hdt.5.31.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ῐ-]
gasto c. dat. τῇ στρατιῇ Hdt.5.31
sin determ., Call.Fr.196.45.

German (Pape)

[Seite 190] τό, das Verwendete, die Kosten, τῇ στρατιῇ, für das Heer, Her. 5, 31.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépense.
Étymologie: ἀναισιμόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναισίμωμα: ατος (σῐ) τό расход, издержки: τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ Her. средства на содержание войска.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισίμωμα: -ατος, τ;o, = τῷ Ἀττ. δαπάνη· τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ αἱ δαπάναι τοῦ πολέμου, Ἡρόδ. 5. 31.

Greek Monolingual

ἀναισίμωμα, το (Α) ἀναισιμῶ
αυτό που καταναλίσκεται, που ξοδεύεται, η δαπάνη.

Greek Monotonic

ἀναισίμωμα: -ατος, τό, κατανάλωση, ξόδεμα, δαπάνη, στον Ηρόδ.

Middle Liddell

[from ἀναισιμόω
consumption, expenditure, Hdt.