ἄδραστος
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
Ion. ἄδρηστος, ον, not running away, not inclined to do so, of slaves, Hdt.4.142, PLond.2.251.14 (iv A. D.): metaph., χαλκός D.Chr.37.10.—In Il. only as pr. n.
Spanish (DGE)
v. ἄδρατος.
-ον
• Alolema(s): jón. ἄδρησ-
I 1que no huye de esclavos, Hdt.4.142, SB 6016.26 (II d.C.), 8007.5 (IV d.C.), PAbinn.64.14 (IV d.C.), ἀνδράποδα χρηστὰ καὶ ἄδραστα de los jonios, Plu.2.174e.
2 que no se mueve de una escultura, Fauorin.Cor.10.
II adv. -ως sin huir, PMasp.120re.6 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 37] richtiger ἄδρατος, ungethan, VLL. ion. ἄδρηστος, unentrinnbar, unvermeidlich, Sp. Bei Her. ἀνδράποδα φιλοδέσποτα καὶ ἄδρηστα, die nicht zum Entlaufen geneigt sind, 4, 142.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne cherche pas à fuir.
Étymologie: ἀ, διδράσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἄδραστος: ион. ἄδρηστος 2 не склонный к бегству (ἀνδράποδα Her., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄδραστος: Ἰων. ἄδρηστος, ον, (διδράσκω) ὁ μὴ ἀποδιδράσκων, ὁ μὴ διατεθειμένος ν’ ἀποδράσῃ, ἐπὶ δούλων, Ἡροδ. 4. 142: ― ἐν Ἰλιάδ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα. ΙΙ. παθ. = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Δίων Χρ. πρβλ. Ἀδράστεια.
Greek Monotonic
ἄδραστος: Ιων. ἄ-δρηστος, -ον (διδράσκω), αυτός που δεν αποδιδράσκει, που δεν προτίθεται να αποδράσει, λέγεται για δούλους, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
διδράσκω
not running away, not inclined to do so, of slaves, Hdt.