ὑπόκωφος

From LSJ
Revision as of 11:45, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόκωφος Medium diacritics: ὑπόκωφος Low diacritics: υπόκωφος Capitals: ΥΠΟΚΩΦΟΣ
Transliteration A: hypókōphos Transliteration B: hypokōphos Transliteration C: ypokofos Beta Code: u(po/kwfos

English (LSJ)

ον, A somewhat deaf, rather deaf, Hp.Coac.172, Ar.Eq. 43, Pl.Prt.334d, R.488b. II absurd, foolish, σφόδρα ὑπόκωφον προσπίπτειν ἔοικε (sc. the reading συναγείρεται in Il.15.680) Philem. Lex. ap. Porph. ad Il.p.287 S., cf. Phld.Rh.1.330 S.

German (Pape)

[Seite 1222] etwas stumpf, bes. taub; Ar. Equ. 43; Plat. Prot. 334 d; Arist. rhet. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu sourd.
Étymologie: ὑπό, κωφός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόκωφος: глуховатый, тугоухий Arph., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόκωφος: -ον, ὀλίγον τι κωφός, ἐπιεικῶς κωφός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 43, Πλάτ. Πρωτ. 334D, Πολ. 488Β. ΙΙ. ἡμίφωνος, Πορφυρ. Ὁμ. Ἐρωτ. 8.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόκωφος, -ον, ΝΜΑ κωφός
(για ήχο) αυτός που ακούγεται σαν να προέρχεται από βάθος, βαθύς
μσν.-αρχ.
ο αμβλύς στην ακοή ή, γενικότερα, στις αισθήσεις («δύσκολον γερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.)
αρχ.
παράλογος, ασυνάρτητος.
επίρρ...
ὑπόκωφα Ν
(για ήχο) κατά τρόπο υπόκωφο.

Greek Monotonic

ὑπόκωφος: -ον, κάπως κουφός, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

ὑπό-κωφος, ον,
somewhat deaf, Ar., Plat.

English (Woodhouse)

somewhat deaf

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)