ἑλκοποιός

From LSJ
Revision as of 16:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκοποιός Medium diacritics: ἑλκοποιός Low diacritics: ελκοποιός Capitals: ΕΛΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: helkopoiós Transliteration B: helkopoios Transliteration C: elkopoios Beta Code: e(lkopoio/s

English (LSJ)

όν, having power to wound, A.Th.398; cf. ἑλκοποιόν· κανθαρίς, Hsch.

Spanish (DGE)

-όν
que produce heridas, lacerante οὐδ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα y no causan heridas los emblemas A.Th.398
que es dañino de un insecto, Hsch.s.u. ἑλκοποιόν.

German (Pape)

[Seite 798] Wunden machend, οὐδ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα, die Wappen (des Schildes) verwunden nicht, Aesch. Spt. 380.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
]qui fait une blessure.
Étymologie: ἕλκος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκοποιός: ранящий, изъязвляющий (τὰ σήματα, sc. τῶν ὅπλων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκοποιός: -όν, ἔχων δύναμιν νὰ κάμνῃ ἕλκη, Αἰσχύλ. Θήβ. 398. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑλκοποιόν· κανθαρίς».

Greek Monolingual

ἑλκοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί έλκη, που πληγώνει.

Greek Monotonic

ἑλκοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που έχει τη δύναμη να προξενεί πληγές, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἑλκο-ποιός, όν ποιέω
having power to wound, Aesch.