λοπάδιον

From LSJ
Revision as of 12:33, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοπᾰ́διον Medium diacritics: λοπάδιον Low diacritics: λοπάδιον Capitals: ΛΟΠΑΔΙΟΝ
Transliteration A: lopádion Transliteration B: lopadion Transliteration C: lopadion Beta Code: lopa/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of A λοπάς 2, Ar.Pl. 812, Eub.9,38, Alex.186.7, PCair.Zen.82 (iii B.C.), etc. II oyster, Gp.20.18.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit plat, écuelle.
Étymologie: dim. de λοπάς.

German (Pape)

τό, dim. von λοπάς, Ar. Plut. 812.

Russian (Dvoretsky)

λοπάδιον: (ᾰ) τό тарелочка, мисочка Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λοπάδιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ λοπάς, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 812, Εὔβουλ. ἐν «Ἀνασῳζομένοις» 1, «ἐν Ἴωνι» 1, κτλ.· - οὕτω λοπαδίσκος, ὁ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 962. ΙΙ. ὄστρεόν τι, Γεωπ. 20. 18, 1.

Greek Monolingual

λοπάδιον, τὸ (AM)
μσν.
είδος οστράκου
(αρχ. (υποκορ. του λοπάς) τηγανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, -άδος «πιατέλα» + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. ομμάτιον, στόμιον)].

Greek Monotonic

λοπάδιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του λοπάς, πιατέλα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λοπᾰ́διον, ου, τό, [Dim. of λοπάς,]
a platter, Ar.