πολυστάφυλος
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
[ᾰ], ον, rich in grapes, of places, Il.2.507, S.Ant.1133 (lyr.); also Διόνυσε h.Hom.26.11; ἄμπελος Hecat.15J.
German (Pape)
[Seite 673] vieltraubig; Beiname einer Stadt, Il. 2, 507; Dionysos, H. H. 25, 7; ἀκτά, Soph. Ant. 1120; sp. D., wie in der Anth.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en raisins, en vignes.
Étymologie: πολύς, σταφυλή.
Russian (Dvoretsky)
πολυστάφῠλος: (ᾰ) обильный виноградом (Ἄρνη Hom.; Διόνυσος Hom.; ἀκτά Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυστάφῠλος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων πολλὰς σταφυλάς, Ἰλ. Β. 507, Ὕμν. Ὁμ. 25. 11, Σοφ. Ἀντ. 1133, κτλ.
English (Autenrieth)
(σταφυλή): with many clusters, rich in grapes, Il. 2.507 and 537.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυστάφυλος, -ον, ΝΑ
(ιδίως για αμπέλι) γεμάτος σταφύλια
αρχ.
1. (για πόλη) αυτός που παράγει πολλά σταφύλια
2. προσωνυμία του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στάφυλος (< σταφυλή), πρβλ. φερε-στάφυλος].
Greek Monotonic
πολυστάφῠλος: [ᾰ], -ον, πλούσιος σε σταφύλια, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
Middle Liddell
πολυ-στᾰ́φῠλος, ον,
rich in grapes, Il., Soph.