ἰλυώδης
From LSJ
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
ες, muddy, slimy, Hp.Coac.512, Max.Tyr.41.3, S.E. M.5.75; ὕδωρ Str.4.1.6; πηλός Arr.Ind.41.3; περίττωμα Gal.1.616; τὸ-ῶδες Plu.2.935a.
German (Pape)
[Seite 1252] ες, = ἰλυόεις; Hippocr.; τὸ ῥέον S. Emp. adv. astrol. 75; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
limoneux, fangeux.
Étymologie: ἰλύς, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἰλυώδης: (ῑ) илистый (τὸ ῥέον Sext.; θολερὸς καὶ ἰ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰλυώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ἰλύν, Ἱππ. 204Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 75, Γαλην.· πηλὸς ἰλ. Ἀρρ. Ἰνδ. σ. 357.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ ἰλυώδης, -ες)
γεμάτος ιλύ, λασπώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἰλύς + επίθημα -ώδης (πρβλ. ογκώδης, ποώδης)].