συνεπερίζω
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
contend also with, ποταμῷ AP9.709 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
lutter contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπερίζω.
German (Pape)
womit wetteifern, τινί, Philp. (Paralip. 87. IX.709), ἁ δὲ τέχνα ποταμῷ συνεπήρικεν.
Russian (Dvoretsky)
συνεπερίζω: совместно бороться, соревноваться, состязаться (τινί Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπερίζω: συναμιλλῶμαι, συνδιαφιλονικῶ, τινι Ἀνθολ. Π. 9. 709.
Greek Monolingual
Α
αμιλλώμαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπί + ἐρίζω.
Greek Monotonic
συνεπερίζω: μέλ. -σω, συναγωνίζομαι, φιλονικώ επίσης με, τινί, σε Ανθ.
Middle Liddell
fut. σω
to contend also with, τινί Anth.