ποντοθήρης
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
ου, ὁ, one who fishes in the sea, AP6.193 (Phal.?).
German (Pape)
[Seite 681] ὁ, Meerjäger, Fischer, Flacc. 4 (VI, 193).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui chasse sur mer : pêcheur.
Étymologie: πόντος, θηράω.
Greek (Liddell-Scott)
ποντοθήρης: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀγρεύων, ἁλιεύς, Ἀνθ. Π. 6. 193.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αλιέας που ψαρεύει στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + -θήρης / θηρᾶς (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. σκιο-θήρης].
Greek Monotonic
ποντοθήρης: -ου, ὁ, αυτός που ψαρεύει στη θάλασσα, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
Middle Liddell
ποντο-θήρης, ου, ὁ,
one who fishes in the sea, Anth.