δίπηχυς
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
υ, two cubits long, broad, etc., Hdt.2.78, Hp.Art.7, etc.
Spanish (DGE)
-υ
• Alolema(s): δίπᾱχυς AP 6.255 (Eryc.)
1 que mide dos codos, de dos codos ξύλον Hp.Art.7, Hdt.2.96, Plb.6.22.4, cf. Hp.Mochl.38, βῆμα Hdt.4.82, δρέπανα σιδηρᾶ X.Cyr.6.1.30, σηπίαι Arist.HA 524a27, ἡ περίμετρος (δένδρου) Thphr.HP 3.13.1, καταπάλται IG 22.1467.49, 51 (IV a.C.), κυπαρισσίνων ἀπότομα IG 11(2).287B.150 (Delos III a.C.), βότρυς Str.2.1.14, ῥάβδοι Dsc.3.5.1, ὄφεις Str.15.1.37, τύρσεις I.BI 5.165, cf. X.An.4.2.28, Arist.Mech.856b5, Str.3.2.7, AP l.c., Plu.Them.31, διάστημα τῆς γῆς Ph.2.357
•de pers., irón. AP 11.108, γέγονέ σου τὸ ψυχάριον ἀντὶ δακτυλιαίου δίπηχυ tu almita pasó de ser de dos dedos a ser de dos codos Arr.Epict.3.2.10.
2 neutr. sg. subst. τὸ δ. dos codos, medida de dos codos Pl.Phd.101b, Arist.Ph.206a4, Cat.5b26, 6a21, Plot.6.4.13, δίπηχύ που ἀναβαῖνον que sobrepasa los dos codos una planta, Dsc.1.3, cf. LXX Nu.11.31, ἀνέπεμψεν αὐτοὺς ἐς δίπηχυ τοῦ ἀέρος los lanzó hacia el aire a una altura de dos codos Philostr.VA 3.17
•tb. neutr. plu. κροκόδειλοι διπηχέων ἦσαν οὐκ ἐλάσσους había cocodrilos no inferiores a dos codos Paus.1.33.6, cf. 2.28.1.
German (Pape)
[Seite 639] υ, zwei Ellen groß; Her. 2, 78. 96; Plat. Phaed. 96 e u. Sp.
French (Bailly abrégé)
υς, υ;
de deux coudées.
Étymologie: δίς, πῆχυς.
Russian (Dvoretsky)
δίπηχυς: размером в два пехия (ок. 0.92 м) Her., Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
δίπηχυς: υ, ἔχων δύο πήχεων ἔκτασιν, Ἡρόδ. 2. 78, Ἱππ. Ἄρθρ. 783, κτλ.
Greek Monotonic
δίπηχυς: -υ, αυτός που έχει δύο πήχεις μήκος ή πλάτος κ.λπ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
adj
two cubits long, broad, etc., Hdt., etc.