ξενοδώτης

From LSJ
Revision as of 15:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδώτης Medium diacritics: ξενοδώτης Low diacritics: ξενοδώτης Capitals: ΞΕΝΟΔΩΤΗΣ
Transliteration A: xenodṓtēs Transliteration B: xenodōtēs Transliteration C: ksenodotis Beta Code: cenodw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, dub. sens., epithet of Dionysus, AP9.524.15.

German (Pape)

[Seite 277] ὁ, Gastgeber, Wirth, so heißt Dionysus, Hymn. (IX, 524, 15).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui procure des hôtes.
Étymologie: ξένος, δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

ξενοδώτης: гостеприимный (эпитет Диониса) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδώτης: -ου, ὁ, ὁ ξενίαν παρέχων, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 15.

Greek Monolingual

ξενοδώτης, ὁ (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που παρέχει φιλοξενία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δώτης (< δί-δωμι), πρβλ. ηπιο-δώτης, οινο-δώτης.

Greek Monotonic

ξενοδώτης: -ου, ὁ, οικοδεσπότης, ξενοδόχος, ξενιστής, επιθ. προσδιορισμός του Βάκχου, σε Ανθ.

Middle Liddell

ξενο-δώτης, ου, ὁ,
a host, epithet of Bacchus, Anth.