μυρρίτης

From LSJ
Revision as of 16:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρρίτης Medium diacritics: μυρρίτης Low diacritics: μυρρίτης Capitals: ΜΥΡΡΙΤΗΣ
Transliteration A: myrrítēs Transliteration B: myrritēs Transliteration C: myrritis Beta Code: murri/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (μύρρα) stone of the colour of myrtle-juice, Plin. HN37.174.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
s.e. λίθος;
pierre précieuse couleur de myrte.
Étymologie: μύρρα.

Greek (Liddell-Scott)

μυρρίτης: -ου, ὁ, (μύρρα) ὅμοιος πρὸς χυμὸν μύρτου, Πλίν. 37. 63.

Greek Monolingual

μυρρίτης, ὁ (Α)
λίθος ο οποίος έχει το χρώμα της μύρρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα -ίτης (πρβλ. μυρσιν-ίτης)].

German (Pape)

ὁ, von der Farbe od. dem Geruche des Myrtenfastes, bei Plin. 37.10.63 ein Edelstein.