μυρρίτης
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (μύρρα) stone of the colour of myrtle-juice, Plin. HN37.174.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
s.e. λίθος;
pierre précieuse couleur de myrte.
Étymologie: μύρρα.
Greek (Liddell-Scott)
μυρρίτης: -ου, ὁ, (μύρρα) ὅμοιος πρὸς χυμὸν μύρτου, Πλίν. 37. 63.
Greek Monolingual
μυρρίτης, ὁ (Α)
λίθος ο οποίος έχει το χρώμα της μύρρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα -ίτης (πρβλ. μυρσιν-ίτης)].
German (Pape)
ὁ, von der Farbe od. dem Geruche des Myrtenfastes, bei Plin. 37.10.63 ein Edelstein.