τριετής
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
French (Bailly abrégé)
ής, ές ; gén. έος-οῦς;
qui dure trois ans.
Étymologie: τρεῖς, ἔτος.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ, και τριετής, τρίετες, θηλ. και τριέτις Α
1. αυτός που έχει διάρκεια τριών ετών
2. αυτός που έχει ηλικία τριών ετών
3. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος
νεοελλ.
φρ. «τριετές σύστημα»
(γεωπ.) η επανάληψη της καλλιέργειας ενός φυτού κάθε τρίτο έτος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριετές
η ηλικία τών τριών ετών
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τριετές
επί τρία έτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ετής (<ἔτος), πρβλ. δι-ετής].
German (Pape)
ές, Her. 1.199, auch τριέτης, ὁ, dreijährig, drei Jahre lang, Plat. Legg. XII.954d und öfter;
• adv. τρίετες, drei Jahre lang, Od. 2.106, 13.377; vgl. Jacobs AP p. 251.