ὀρθόπολις

From LSJ
Revision as of 21:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόπολις Medium diacritics: ὀρθόπολις Low diacritics: ορθόπολις Capitals: ΟΡΘΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: orthópolis Transliteration B: orthopolis Transliteration C: orthopolis Beta Code: o)rqo/polis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ, upholding the city, Pi.O.2.7, BCH23.302 (Termessus).

German (Pape)

[Seite 375] Städte aufrecht erhaltend, lenkend, Pind. Ol. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
qui dirige sagement la Cité.
Étymologie: ὀρθός, πόλις.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόπολις: εως adj. правящий государством или городом Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ τῇ ἑαυτοῦ δικαιοσύνῃ ὀρθῶν καὶ σῴζων τὰς πόλεις, Πινδ. Ο. 2. 14, πρβλ. ἐρυσίπολις, σῳζόπολις.

English (Slater)

ὀρθόπολις m. adj., who makes the city secure (cf. Williger, Sprachl. Unters., 11̆{3}) Θήρωνα εὐωνύμων πατέρων ἄωτον ὀρθόπολιν (O. 2.7)

Greek Monolingual

ὀρθόπολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που ανορθώνει και διασώζει τις πόλεις με τη δικαιοσύνη του, αυτός που διοικεί ορθά και δίκαια την πόλη.

Greek Monotonic

ὀρθόπολις: -εως, ὁ, ἡ, αυτός που ανορθώνει, που σώζει την πόλη, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὀρθό-πολις, εως,
upholding the city, Pind.