αἰολάομαι
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
Pass., (αἰόλος) to be restless, Hp.Mul.2.174b (with vv.ll.).
Spanish (DGE)
alterarse, perturbarse αἰολᾶται τῇ γνώμῃ Hp.Mul.2.174bis.
• Etimología: Cf. αἰόλος.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
errer, flotter au hasard.
Étymologie: αἰόλος.
Greek (Liddell-Scott)
αἰολάομαι: παθ. (αἰόλος) = κινοῦμαι τῇδε κἀκεῖσε, εἶμαι ἀνήσυχος, Ἱππ. 664. 8.
German (Pape)
(αἰόλος), sich hin- und herbewegen, schwanken, γνώμη, sich ängstigen, Hippocr.