λινοπτάομαι
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
(λινόπτης) watch nets to see whether anything is caught, Ar.Pax 1178 (λῑν-; dub. l.).
German (Pape)
[Seite 49] auf das Netz Acht geben, ob sich Etwas fängt, Ar. Pax 1178, wo ι lang gebraucht ist.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
avoir l'œil sur la ligne, examiner le filet.
Étymologie: λινόπτης.
Russian (Dvoretsky)
λῑνοπτάομαι: (λῑ!) пристально следить за неводом Arph.
Greek (Liddell-Scott)
λινοπτάομαι: ἀποθ., (λινόπτης) παρατηρῶ τὰ δίκτυα, παραφυλάτω ὅπως ἴδω ἂν συνελήφθη τι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1178 [[[ἔνθα]] παραδόξως λῑν-].
Greek Monotonic
λινοπτάομαι: αποθ. (λινόπτης), παρατηρώ τα δίχτυα, βλέπω αν κάτι πιάστηκε σ' αυτά, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
λινοπτάομαι, λινόπτης
Dep. to watch nets, see whether anything is caught, Ar.