καμινευτήρ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = καμινεύς (furnace-worker, smith, potter) ; αὐλὸς κ. the pipe of a smith's bellows, AP 6.92 (Phil.) ; — fem. καμινεύτρια Aristarch. ap. Eust. 1835.41, Hsch. s.v. καμινοῖ.
German (Pape)
[Seite 1317] ῆρος, ὁ, dasselbe; αὐλός, Schmelz-, Löthrohr, Philp. 76 (VI, 92).
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui attise le feu du fourneau, de la forge.
Étymologie: καμινεύω.
Russian (Dvoretsky)
κᾰμῑνευτήρ: ῆρος adj. m воздуходувный: αὐλὸς κ. трубка кузнечного меха Anth.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμῑνευτήρ: ῆρος, ὁ, καμινευτικός, αὐλὸς καμινευτήρ, ὁ σωλὴν φυσητηρίων χαλκέως, Ἀνθ. Π. 6. 92.
Greek Monotonic
κᾰμῑνευτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ.· αὐλὸς κ., ο σωλήνας του φυσερού του σιδηρουργού, σε Ανθ.
Middle Liddell
κᾰμῑνευτήρ, ῆρος,
αὐλὸς κ. the pipe of a smith's bellows, Anth. [from κᾰμινεύω]