παρδαλέη
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
(sc. δορά), ἡ, leopard-skin, Il.3.17, 10.29, Hdt.7.69: prov., παρδαλέην ἐνεῖσθαι, of a shifty person, Eust.374.44; Dor. παρδᾰλέα Pi.P.4.81; Att. contr. παρδᾰλῆ Ar.Au.1250, Anaxandr.65, Corn.ND27.
German (Pape)
[Seite 509] ἡ, sc. δορά, Pantherfell; Il. 3, 17. 10, 29; Pind. P. 4, 143; Her. 7, 69 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
s.e. δορά;
peau de panthère.
Étymologie: πάρδαλις.
Russian (Dvoretsky)
παρδᾰλέη: дор. παρδᾰλέα ἡ (sc. δορά) барсовая шкура Hom., Her., Pind.
Greek (Liddell-Scott)
παρδᾰλέη: (ἐξυπ. δορά), ἡ, δορὰ παρδάλεως, Ἰλ. Γ. 17, Κ. 29, Ἡρόδ. 7. 69· Δωρ. παρδαλέα, Πινδ. Π. 4. 143· Ἀττ. συνῃρ. παρδᾰλῆ. Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 324.
English (Autenrieth)
leopard-skin, Il. 3.17 and Il. 10.29.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. παρδαλῆ.
Greek Monotonic
παρδᾰλέη: (ενν. δορά), ἡ, το δέρμα της λεοπάρδαλης, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· Δωρ. παρδαλέα, σε Πίνδ.
Middle Liddell
(sc. δορά) a leopard-skin, Il., Hdt.; doric παρδαλέα, Pind. [from παρδάλεος