ὁμόχρους
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
-ουν, contr. for ὁμόχροος.
French (Bailly abrégé)
ὁμόχρους, ὁμόχρουν:
1 de couleur uniforme;
2 de la même couleur;
3 d'une surface égale, unie.
Étymologie: ὁμός, χρόα.
German (Pape)
= ὁμόχροος.