ἀπέμφασις
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
εως, ἡ, incongruity, absurdity, Str.10.2.12; contradiction, εἰς ἀπέμφασιν περικλείεσθαι S.E.M. 11.162.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 incongruencia, inconsistencia ἔχει (Homero) μὲν οὖν ἀπεμφάσεις τοιαύτας Str.10.2.12, περικλείεσθαι ... εἰς ἀ. S.E.M.11.162, εἰς ἀ. αὐτοῖς ὁ λόγος χωρεῖ Clem.Al.Strom.1.17.82, διὰ τὴν ἀ. τῆς λέξεως Origenes M.13.664C, cf. Io.6.54.
2 representación aparentemente falsa op. ἔμφασις Carn.129, οὐ τὸ ὑποκείμενον διὰ τῆς ἀ. ἔγνωμεν Gr.Nyss.Eun.3.5.59.
German (Pape)
[Seite 286] ἡ, die Unangemessenheit, Sp.; Widerspruch, Strab.
Russian (Dvoretsky)
ἀπέμφᾰσις: εως ἡ странность, нелепость Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέμφᾰσις: -εως, ἡ, ἀτοπία, τὸ ἄτοπον, τὸ ἄλογον, Στράβ. 454, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 61.
Greek Monolingual
ἀπέμφασις, η (Α)
ασυμφωνία, δυσαρμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) + έμφασις].
Translations
absurdity
Armenian: անհեթեթություն; Bulgarian: абсурд; Catalan: absurditat, absurd; Danish: absurditet; Esperanto: absurdaĵo; Finnish: mielettömyys; German: Absurdität; Greek: παραλογισμός, γελοιότητα; Ancient Greek: ἀλλοκοτία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀπέμφασις, ἀποκλήρωσις, ἀτόπημα, ἀτοπία, γελοιότης, παραλήρημα; Hungarian: abszurdum, képtelenség, abszurditás; Italian: assurdità; Macedonian: апсурд; Norwegian Bokmål: absurdisme, absurditet; Polish: absurd, bezsens; Portuguese: absurdo, absurdidade; Romanian: absurd, absurditate; Russian: абсурд; Serbo-Croatian Cyrillic: а̀псурд; Roman: àpsurd; Spanish: absurdo, absurdidad; Yiddish: אַבסורד