οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: εὐνουχεῖον | Medium diacritics: εὐνουχεῖον | Low diacritics: ευνουχείον | Capitals: ΕΥΝΟΥΧΕΙΟΝ |
Transliteration A: eunoucheîon | Transliteration B: eunoucheion | Transliteration C: evnoucheion | Beta Code: eu)nouxei=on |
τό, a kind of lettuce, = ἀστυτίς, Plin. HN19.127.
εὐνουχεῖον και διάφ. ανάγν. εὐνούχιον, τὸ (Α)
είδος μαρουλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνούχος (πρβλ. ευνουχίας «είδος πεπονιού»)].