ἀπρόϊτος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
[ῐ], ον, not proceeding or emanating (cf. ἀπρόοδος), Dam. Pr.34; θερμή Gal.14.729. Adv. -τως Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 de animados que no sale al exterior ὁ Διόσκορος σήμερον δέκα ἡμέραι (l. ἡμέρας) ἀπρόϊτός ἐστιν SB 7330.9 (II d.C.), ἄρκτος Eustr.in EN 328, ἄνθρωπος Horap.2.64
•en sent. fil. que no emana ἐκεῖνο ἄρα πάντῃ ἀπρόϊτον, οὐδὲ ἔλλαμψιν ἀφ' ἑαυτοῦ προϊέμενον εἰς οὐδὲν τῶν πάντων Dam.Pr.34, cf. Io.Mal.Chron.M.97.532B
•ἀπρόϊτος· ἀνέξοδος Hsch., Sud.
2 intolerable σημειούμεθα δὲ τοὺς πυρέττοντας ἐκ τῆς θερμῆς τῆς ἐπιτεταμένης καὶ ἀπροΐτου οὔσης diagnosticamos a los que tienen fiebre por el calor intenso e intolerable Gal.14.729.
3 neutr. subst. τὸ ἀπρόϊτον Ephr.Syr.3.425F.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόϊτος: -ον, «ἀνέξοδος» Κύριλλ.· «ἀπρόϊτος, ὁ τῆς οἰκίας μὴ ἐξερχόμενος» Σουΐδ.· ἐν γένει ὁ μὴ ἐξερχόμενος ἔκ τινος μέρους, «τῶν χειλέων τοῦ βασιλέως ἀπρόϊτα» Νικ. Χων. σ. 52. 24. - Ἐπίρρ. ἀπροΐτως, «ἀνεξόδως» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀπρόϊτος, -ον (Μ)
αυτός που δεν βγαίνει έξω, που μένει κλεισμένος κάπου.