ελληνίζω

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

(AM ἑλληνίζω)
νεοελλ.
μιμούμαι τους Έλληνες στη γλώσσα, στον τρόπο ζωής κ.λπ.
αρχ.-μσν.
γίνομαι ειδωλολάτρης
αρχ.
1. μιλώ και γράφω σωστά τα Ελληνικά
2. (για λόγο) διατυπώνομαι κατά το τυπικό της ελληνικής γλώσσας
3. μιλώ την κοινή Ελληνική
4. ευνοώ τους Έλληνες
5. μετατρέπω κάτι σε ελληνικό
6. παθ. μαθαίνω την ελληνική γλώσσα.